Νέα μελέτη προειδοποιεί ότι τα παιδιά που είναι είτε πολύ αδύνατα είτε έχουν πολλά παραπανίσια κιλά, κινδυνεύουν από μειωμένη πνευμονική λειτουργία.
Εάν όμως το βάρος τους φτάσει στο φυσιολογικό πριν φτάσουν στην ενηλικίωση, η βλάβη μπορεί να αντισταθμιστεί.
«Αυτό υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να βελτιστοποιήσουμε την ανάπτυξη των παιδιών τόσο στη νηπιακή ηλικία όσο και κατά τη διάρκεια των πρώτων σχολικών χρόνων και της εφηβείας τους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Erik Melén, καθηγητής παιδιατρικής στο Ινστιτούτο Karolinska στη Σουηδία.
Περίπου 1 στα 10 παιδιά έχουν μειωμένη ανάπτυξη της πνευμονικής λειτουργίας στην παιδική ηλικία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιτύχουν τη μέγιστη πνευμονική χωρητικότητα ως ενήλικες, εξήγησαν οι ερευνητές.
Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως καρδιακών παθήσεων, πνευμονοπαθειών και διαβήτη.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 3.200 παιδιά από τη γέννησή τους έως την ηλικία των 24 ετών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ερευνητές μέτρησαν τον ΔΜΣ των παιδιών από τέσσερις έως 14 φορές.
«Σε αυτή τη μελέτη, τη μεγαλύτερη που έχει γίνει μέχρι σήμερα, παρακολουθήσουμε τα παιδιά από τη γέννηση μέχρι την ηλικία των 24 ετών, καλύπτοντας ολόκληρη την περίοδο ανάπτυξης της πνευμονικής λειτουργίας», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας Gang Wang, μεταδιδακτορικός ερευνητής στην κλινική επιστήμη και την εκπαίδευση στο Ινστιτούτο Karolinska.
Τα παιδιά άρχισαν να γίνονται πολύ αδύνατα, να έχουν φυσιολογικό βάρος ή να έχουν πολλά επιπλέον κιλά από την ηλικία των 2 ετών, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Η λειτουργία των πνευμόνων τους μετρήθηκε στις ηλικίες 8, 16 και 24 ετών.
Σε αντίθεση με τα παιδιά με φυσιολογικό ΔΜΣ, εκείνα με υψηλό ή αυξανόμενο ΔΜΣ είχαν μειωμένη πνευμονική λειτουργία ως ενήλικες, κυρίως ως αποτέλεσμα της περιορισμένης ροής του αέρα στους πνεύμονες.
«Είναι ενδιαφέρον ότι στην ομάδα με αρχικά υψηλό ΔΜΣ, αλλά με ομαλοποιημένο ΔΜΣ πριν από την εφηβεία, η πνευμονική λειτουργία δεν ήταν μειωμένη στην ενήλικη ζωή», σημείωσε ο Melén.
Τα δείγματα ούρων από τα παιδιά με υψηλό ΔΜΣ έδειξαν επίσης αυξημένα επίπεδα μεταβολιτών ιστιδίνης, ενός αμινοξέος που χρησιμοποιείται από το σώμα για την πρωτεΐνοσύνθεση, και αποτελεί πρόδρομο ουσία του νευροδιαβιβαστή, ισταμίνη. Κάτι ανάλογο έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με άσθμα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
«Βλέπουμε αντικειμενικούς βιοδείκτες για τη συσχέτιση που βρήκαμε, ακόμη και αν δεν γνωρίζουμε ακόμη ακριβώς τη μοριακή συσχέτιση μεταξύ υψηλού ΔΜΣ, ιστιδίνης και διαταραγμένης ανάπτυξης των πνευμόνων», δήλωσε ο Melén.
Αλλά και ο χαμηλός ΔΜΣ συνδέθηκε με μειωμένη πνευμονική λειτουργία, στην περίπτωση αυτή λόγω ανεπαρκούς ανάπτυξης των πνευμόνων, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Η έμφαση έχει δοθεί στο υπέρβαρο, αλλά πρέπει να εντοπίσουμε και τα παιδιά με χαμηλό ΔΜΣ και να λάβουμε μέτρα που αφορούν τη διατροφή τους», δήλωσε ο Wang.
Πηγή: onmed.gr